τήκονται

τήκονται
τήκω
melt
pres ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… …   Dictionary of Greek

  • μιγματίτης — Όρος της γεωλογίας, που υποδηλώνει μια μάζα κατά ένα μέρος στερεά και κατά ένα μέρος σε κατάσταση τήξης, η οποία προέρχεται από τις χαμηλές ζώνες του φλοιού της Γης, όταν οι φυσικοί παράγοντες της μεταμόρφωσης (θερμοκρασία και πίεση) φτάνουν σε… …   Dictionary of Greek

  • μολυβδαίνιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Μο· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στη δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 42, ατομικό βάρος 95,95, επτά σταθερά ισότοπα και έξι ραδιενεργά ισότοπα. Είναι ευρύτατα διαδεδομένο στη… …   Dictionary of Greek

  • χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… …   Dictionary of Greek

  • χυτήριο — Εγκατάσταση όπου πραγματοποιείται τήξη των μετάλλων, τα οποία, με τις κατάλληλες ενέργειες, μεταβάλλονται σε χυτά μηχανικά τεμάχια διαφόρων σχημάτων. Οι μέθοδοι χύτευσης, γνωστές ήδη από την αρχαιότητα, είχαν μεγάλη ανάπτυξη κατά την Αναγέννηση,… …   Dictionary of Greek

  • χωνευτός — ή, ό / χωνευτός ή, όν, ΝΜΑ [χωνεύω] (για μέταλλα) χυτός νεοελλ. 1. ενσωματωμένος στο εσωτερικό τοίχου, ξύλου ή άλλου υλικού (α. «χωνευτή κεφαλή βίδας» β. «χωνευτά ντουλάπια») 2. το ουδ. ως ουσ. το χωνευτό (παλ. τ.) η ιδιότητα τών μετάλλων να… …   Dictionary of Greek

  • βανιλίνη — Παράγωγο της βενζαλδεΰδης (3 μεθοξυ 4υδροξυ βενζαλδεΰδη), του τύπου CH3O (OH) C6H3CHO. Κρυσταλλώνεται σε στιλπνούς βελονοειδείς και άχρωμους κρυστάλλους που τήκονται στους 810C. Έχει ευχάριστη οσμή και γεύση, σημείο ζέσης 284 285°C, εξαχνώνεται… …   Dictionary of Greek

  • ιοντικοί κρύσταλλοι — Κρύσταλλοι, τα συστατικά στοιχεία των οποίων είναι φορτισμένα ιόντα που ενώνονται μεταξύ τους με ιοντικές (ηλεκτροστατικές) αλληλεπιδράσεις. Τα ιόντα των ι.κ. μπορεί να είναι μονοατομικά ή πολυατομικά. Παραδείγματα ι.κ. αποτελούν οι κρύσταλλοι… …   Dictionary of Greek

  • πυρίμαχα υλικά — Υλικά που χρησιμοποιούνται σε βιομηχανικές κατασκευές και χαρακτηρίζονται από την αντοχή τους στις υψηλές θερμοκρασίες χωρίς να χάνουν το σχήμα ή τη σκληρότητά τους. Τα π.υ. δεν αντιδρούν χημικά με τα υλικά που έρχονται σε επαφή και, σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

  • τρυγικό oξύ — Οργανική ένωση με τύπο C4H6O6 που ανήκει στην ομάδα των δικαρβοξυλικών οξυοξέων· στο μόριό της περιλαμβάνει δύο καρβοξύλια και δύο δευτεροταγείς αλκοολικές ομάδες. Το τ.ο. έχει δύο άτομα άνθρακα ομοειδώς ασύμμετρα· είναι γνωστά ένα τ.ο.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”